- ποιμνιοβοσκή
- η1) пастьба; 2) пастбище, выгон;
§ αδίκημα ποιμνιοβοσκής юр. — потрава
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
§ αδίκημα ποιμνιοβοσκής юр. — потрава
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ποιμνιοβοσκή — η, Ν 1. νομή, βόσκηση ποιμνίων 2. τόπος κατάλληλος για τη νομή ποιμνίων 3. φρ. «αδίκημα ποιμνιοβοσκής» (νομ.) το αδίκημα τής βλάβης που προκαλείται σε αγροτικό κτήμα από ποίμνιο το οποίο δεν ανήκει στον κάτοχο τού κτήματος αλλά σε άλλον. [ΕΤΥΜΟΛ … Dictionary of Greek